- κανάκι
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 23 κάτ.) της Νάξου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δρυμαλίας του νομού Κυκλάδων.
* * *το (Μ κανάκι)νεοελλ.συν. στον πληθ. τα κανάκια1. τρυφερές εκδηλώσεις, χάδια, γλυκά λόγια, καλοπιάσματα2. (για παιδιά) περιποιήσεις, χάδια, παινέματαμσν.1. απόλαυση, αίσθημα ευφροσύνης, γλυκύτητας2. ακκισμός, νάζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ελλ. καναχή «ήχος μουσικών οργάνων». Με ανεξάρτητη, παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη προήλθε καθ' όμοιο τρόπο και η σημ. χάδι < αρχ. ελλ. ηχ-άδιον «μουσικός ήχος»].
Dictionary of Greek. 2013.